αμισθοδότητος

αμισθοδότητος
-η, -ο [μισθοδοτώ]
αυτός που δεν μισθοδοτείται ή δεν μισθοδοτήθηκε, ο άμισθος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμισθοδότητος — η, ο αυτός που δεν πήρε το μισθό του: Το προσωπικό του εργοστασίου ήταν για μήνες αμισθοδότητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”